-
1 διέρχομαι
διέρχομαι, [tense] fut. διελεύσομαι (but δίειμι is used in [dialect] Att. as [tense] fut., and διῄειν as [tense] impf.): [tense] aor. διῆλθον:—A go through, pass through, abs.,ἀντικρὺ δὲ διῆλθε βέλος Il.23.876
, etc.: c. gen., φάτο.. ἔγχος ῥέα διελεύσεσθαι ..Αἰνείαο 20.263
, cf. 100;σφαγῶν διελθὼν ἰός S.Tr. 717
;δ. διὰ τῆς νήσου Hdt.6.31
; διέρχεται ἅπαντα διὰ τούτου Ar.Av. 181;δ. διὰ πάντων Act.Ap.9.32
;εἰ σῶμα οὖσα ἡ ψυχὴ.. διῆλθε διὰ παντός Plot. 4.7.8
: c. acc., δ. πῶϋ, ἄστυ, Il.3.198, 6.392; θύρας (pl.) Lys.12.16;τὴν πολεμίαν Th.5.64
;τρεῖς σταθμούς X.An.3.3.8
.3 of reports,βάξις διῆλθ' Ἀχαιούς S.Aj. 999
: abs., went abroad, spread,Th.
6.46, cf. X.An.1.4.7;κληδὼν γῆς διῆλθε S.Ph. 256
.4 of pain, shoot through one, ib. 743; of passion,ἵμερος δ. Ἡρακλῆ Id.Tr. 477
; ἐμὲ διῆλθέ τι a thought shot through me, E.Supp. 288.6 go through in detail, recount,λόγον Id.N.4.72
; ; ἃ διῆλθον the details I have gone through, Th.1.21; ὀλίγα διελθών a little further on, Pl.Prt. 344b;δ. περί τινος Isoc.4.66
,9.12, Pl.Prt. 347a;ὑπέρ τινος Plb.1.13.10
;πάντα μετὰ φρεσί h.Ven. 276
;πρὸς αὑτόν Isoc.11.47
;δ. τίς πολιτεία.. συμφέρει Arist.Pol. 1296b14
.II intr. of Time, pass, elapse,χρόνου οὐ πολλοῦ διελθόντος Hdt.1.8
, cf. 3.152, D.23.153, Plb.20.10.17; τοῦ διεληλυθότος ἔτους the past year, BGU410.7 (ii A. D.), etc.;διελθουσῶν τῶν σπονδῶν Th.4.115
; having waited,E.
HF 957 codd. (fort. ὡς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διέρχομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Английский